- έκζεμα
- Μη μεταδοτική δερματική βλάβη φλεγμονώδους τύπου που προσβάλλει τις επιφανειακές στιβάδες του δέρματος. Το έ., που μπορεί να έχει οξεία ή συνηθέστερα χρόνια εξέλιξη, εκδηλώνεται με μορφές που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους (χρόνια αλλεργική δερματίτιδα, χρόνιος απλός λειχήνας, σμηγματορροϊκή δερματίτιδα), αλλά όλες έχουν κοινό χαρακτηριστικό την παρουσία μικρών και εύθραυστων φυσαλίδων. Περιορισμένο ή εκτεταμένο, εμφανίζεται συχνά σε συμμετρικές περιοχές και συνοδεύεται από έντονο κνησμό και από αίσθημα καψίματος, μυρμηκίασης κ.ά. Σε ό,τι αφορά τα αίτια, διακρίνονται εκλυτικοί και προδιαθεσικοί (κληρονομικοί) παράγοντες. Οι πρώτοι ποικίλλουν από περίπτωση σε περίπτωση και μπορεί να είναι φυσικοί, χημικοί, μικροβιακοί ή να προέρχονται από το εσωτερικό του ίδιου του οργανισμού (δυσπεψίες, ορμονικές διαταραχές). Το έ. συχνά συνδυάζεται με αλλεργική ρινίτιδα ή και άσθμα. Υποχωρεί συνήθως κατά την εφηβεία. Η θεραπευτική αγωγή κατευθύνεται προς την εξουδετέρωση του γενεσιουργού παράγοντα και επιμελείται της δερματικής βλάβης και της γενικής αντίδρασης του ατόμου που πάσχει με κατάλληλη ενυδάτωση και φαρμακευτική αγωγή.
* * *το (AM ἔκζεμα)δερματική αντίδραση με κνησμό, φαγούρα, φυσαλλίδες και ερύθημα τού δέρματος.
Dictionary of Greek. 2013.