έκζεμα

έκζεμα
Μη μεταδοτική δερματική βλάβη φλεγμονώδους τύπου που προσβάλλει τις επιφανειακές στιβάδες του δέρματος. Το έ., που μπορεί να έχει οξεία ή συνηθέστερα χρόνια εξέλιξη, εκδηλώνεται με μορφές που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους (χρόνια αλλεργική δερματίτιδα, χρόνιος απλός λειχήνας, σμηγματορροϊκή δερματίτιδα), αλλά όλες έχουν κοινό χαρακτηριστικό την παρουσία μικρών και εύθραυστων φυσαλίδων. Περιορισμένο ή εκτεταμένο, εμφανίζεται συχνά σε συμμετρικές περιοχές και συνοδεύεται από έντονο κνησμό και από αίσθημα καψίματος, μυρμηκίασης κ.ά. Σε ό,τι αφορά τα αίτια, διακρίνονται εκλυτικοί και προδιαθεσικοί (κληρονομικοί) παράγοντες. Οι πρώτοι ποικίλλουν από περίπτωση σε περίπτωση και μπορεί να είναι φυσικοί, χημικοί, μικροβιακοί ή να προέρχονται από το εσωτερικό του ίδιου του οργανισμού (δυσπεψίες, ορμονικές διαταραχές). Το έ. συχνά συνδυάζεται με αλλεργική ρινίτιδα ή και άσθμα. Υποχωρεί συνήθως κατά την εφηβεία. Η θεραπευτική αγωγή κατευθύνεται προς την εξουδετέρωση του γενεσιουργού παράγοντα και επιμελείται της δερματικής βλάβης και της γενικής αντίδρασης του ατόμου που πάσχει με κατάλληλη ενυδάτωση και φαρμακευτική αγωγή.
* * *
το (AM ἔκζεμα)
δερματική αντίδραση με κνησμό, φαγούρα, φυσαλλίδες και ερύθημα τού δέρματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έκζεμα — το, ατος (ιατρ.), τοπική ή διάσπαρτη δερματική πάθηση, που χαρακτηρίζεται από φαγούρα, κοκκινίλα και φουσκάλες, που είτε μένουν κλειστές (ξερό έκζεμα) είτε σπάνουν, οπότε βγαίνει υγρό (υγρό έκζεμα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκζεμάτων — ἔκζεμα a cutaneous eruption neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκζέμασι — ἔκζεμα a cutaneous eruption neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκζέματα — ἔκζεμα a cutaneous eruption neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Eczema — (skin disorder) Classification and external resources Typical, mild dermatitis ICD 10 L20 L …   Wikipedia

  • εκζεματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έκζεμα 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από έκζεμα …   Dictionary of Greek

  • εκζεματώδης — ες 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έκζεμα 2. αυτός που μοιάζει με έκζεμα 3. αυτός που είναι γεμάτος εκζέματα, που πάσχει από εκζέματα …   Dictionary of Greek

  • εκζεματικός — ή, ό 1. που οφείλεται στο έκζεμα: Εκζεματικό εξάνθημα. 2. που πάσχει από έκζεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Asthmaekzem — Klassifikation nach ICD 10 L20 Atopisches [endogenes] Ekzem L20.0 Prurigo Besnier L20.8 Sonstiges atopisches [end …   Deutsch Wikipedia

  • Atopisches Ekzem — Klassifikation nach ICD 10 L20 Atopisches [endogenes] Ekzem L20.0 Prurigo Besnier L20.8 …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”